υδροτεχνία

υδροτεχνία
και υδροτεχνική, η, Ν
τεχνολ. επιστημονικός και τεχνολογικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη συγκέντρωση, διευθέτηση και χρησιμοποίηση τών υδάτων στην οικονομία, γενικά, και στη γεωργία ειδικά, όπως είναι η εκμετάλλευση τών υδατοπτώσεων, η κατασκευή φραγμάτων, η αποξήρανση τών ελών, η κατασκευή αρδευτικών αγωγών, η διευθέτηση ρεόντων υδάτων κ.ά. έργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + -τεχνία / τεχνική (< τέχνης < τέχνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υδροτεχνία — η τμήμα της υδρομηχανικής (βλ. λ.) που εξετάζει τη διοχέτευση και διανομή του νερού, η υδροτεχνική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροτεχνικός — ή, ό, το θηλ. ως ουσ. και ός, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροτεχνία («υδροτεχνικά έργα») 2. το θηλ. ως ουσ. η υδροτεχνική η υδροτεχνία 3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η υδροτεχνικός ειδικός στην υδροτεχνία …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

  • υδροτεχνική — η η υδροτεχνία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”