- υδροτεχνία
- και υδροτεχνική, η, Ντεχνολ. επιστημονικός και τεχνολογικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη συγκέντρωση, διευθέτηση και χρησιμοποίηση τών υδάτων στην οικονομία, γενικά, και στη γεωργία ειδικά, όπως είναι η εκμετάλλευση τών υδατοπτώσεων, η κατασκευή φραγμάτων, η αποξήρανση τών ελών, η κατασκευή αρδευτικών αγωγών, η διευθέτηση ρεόντων υδάτων κ.ά. έργων.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + -τεχνία / τεχνική (< τέχνης < τέχνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα].
Dictionary of Greek. 2013.